- δοξάσαι
- прославить
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δοξάσαι — δοξά̱σᾱͅ , δοξάζω think fut part act fem dat sg (doric) δοξάζω think aor inf act δοξάσαῑ , δοξάζω think aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξασαι — δοξάζω think aor imperat mid 2nd sg δόξᾱσαι , δοκέω expect aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύμβολος — εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, ον (Α) 1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.) 2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος 3. έντιμος στις συναλλαγές 4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος… … Dictionary of Greek
δόξασ' — δόξασι , δόξασις formation of opinion fem voc sg δόξασαι , δοξάζω think aor imperat mid 2nd sg δόξασα , δοξάζω think aor ind act 1st sg (homeric ionic) δόξασε , δοξάζω think aor ind act 3rd sg (homeric ionic) δόξᾱσα , δοκέω expect aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)